- σπεργανῆσαι
- σπεργανῆσαι· σπαράξαι, Hsch. [full] σπέργδην, Adv., ([etym.] σπέρχω)A hastily, Id. [full] σπέργουλος· ὀρνιθάριον ἄγριον, Id. [full] σπέργυς· πρέσβυς, Id., EM723.17. [full] σπερηδών· εἴλησις, περιπλοκή, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.